αποκόμιση

αποκόμιση
Φαινόμενο που συντελεί στη μεταφοράτων επιφανειακών υλικών του στερεού φλοιού της Γης και, μακροπρόθεσμα, στον μετασχηματισμό της εξωτερικής μορφής του. Η δράση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την εξομάλυνση των γήινων προεξοχών και κοιλωμάτων και την ισοπέδωσή τους. Ο αποχωρισμός των υλικών, καθώς η α. εκτελεί μόνο το μεταφορικό έργο, γίνεται με διάφορες εξωγενείς διεργασίες, όπως είναι οι παρακάτω: Αποσάθρωση. Η προσβολή της επιφάνειας των πετρωμάτων από τον υγρό αέρα, το οξυγόνο και το διοξείδιο του άνθρακα (συστατικών του αέρα) και τις απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας του αέρα. Απορρίνισηαιολική διάβρωση. H φθορά των πετρωμάτων από την ενέργεια του ανέμου, όταν αυτός κινείται με μεγάλες ταχύτητες. Διάβρωση. Η φθορά των πετρωμάτωναπό τα νερά των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (βροχή, χιονόπτωση, χαλάζι, πάχνη κλπ.).
* * *
η
1. η μεταφορά κάποιου πράματος μακριά
2. φαινόμενο κατά το οποίο απομακρύνονται από την επιφάνεια του εδάφους υλικά που προέκυψαν από την αποσάθρωση (χαλίκια, άμμος, σκόνη κ.λπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀποκομίσῃ — ἀποκομίζω carry away aor subj mid 2nd sg ἀποκομίζω carry away aor subj act 3rd sg ἀποκομίζω carry away fut ind mid 2nd sg ἀποκομίζω carry away aor subj mid 2nd sg ἀποκομίζω carry away aor subj act 3rd sg ἀποκομίζω carry away fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent …   Wikipedia Español

  • αμητός — ο (Α ἀμητός) [ἀμῶ] 1. συγκομιδή καρπών από τον θερισμό 2. ο θεριζόμενος καρπός νεοελλ. 1. κάθε συγκομιδή 2. αποκόμιση πνευματικών αγαθών …   Dictionary of Greek

  • αποκομιδή — ἀποκομιδή, η (Α) [αποκομίζω] 1. αποκόμιση, μεταφορά 2. επιστροφή, επάνοδος …   Dictionary of Greek

  • εκγύμνωση — η 1. το ξεγύμνωμα 2. η αποκόμιση τών αποσαθρωμάτων από τις διάφορες γεωλογικές δυνάμεις (άνεμο, βροχή κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • εκκομιδή — η (AM ἐκκομιδή) εκφορά νεκρού, κηδεία αρχ. 1. μεταφορά σε ασφαλές μέρος 2. αποκόμιση ακαθαρσιών …   Dictionary of Greek

  • εκφορά — Η δεύτερη φάση της κηδείας στους αρχαίους. Η πρώτη λεγόταν πρόθεσις (σαβάνωμα) και η τρίτη ταφή. Η ε. έπρεπε να γίνει το βράδυ της ημέρας του θανάτου ή την επομένη το πρωί, πριν όμως ανατείλει ο ήλιος, για να μη μολυνθούν οι ακτίνες του. Μπροστά… …   Dictionary of Greek

  • εκφόρησις — ἐκφόρησις, η (AM) μσν. κηδεία, εκφορά νεκρού αρχ. αποκόμιση …   Dictionary of Greek

  • κερδοσκοπία — Οικονομική ενέργεια που συνίσταται στην αγορά εμπορευμάτων στην τρέχουσα τιμή με σκοπό τη μελλοντική μεταπώληση, με την ελπίδα πως στο μεσοδιάστημα αγοράς πώλησης η τιμή των εμπορευμάτων θα ανεβεί σημαντικά. Διακρίνεται από τη συνήθη εμπορική και …   Dictionary of Greek

  • λαφυραγώγηση — η (Μ λαφυραγώγησις) [λαφυραγωγώ] αποκόμιση λαφύρων, λαφυραγωγία (διαρπαγή πολεμικής λείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”